- φευγατίζω
- μετ. способствовать побегу (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φευγατίζω — Ν [φευγάτος] διευκολύνω κάποιον να διαφύγει, φυγαδεύω … Dictionary of Greek
φευγατίζω — φευγάτισα, φευγατισμένος, μτβ., φυγαδεύω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φευγάτισμα — το, Ν [φευγατίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φευγατίζω, φυγάδευση … Dictionary of Greek
ξεβγατίζω — οδηγώ κάποιον που φεύγει ώς την πόρτα για να τόν αποχαιρετήσω ή ώς το μεταφορικό μέσο με το οποίο θα φύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέβγα + κατάλ. (τ)ίζω, κατά το σχήμα φευγάτοι φευγατίζω και τα πολλά ρήματα σε τίζω] … Dictionary of Greek
φυγαδεύω — φυγάδεψα, φυγαδεύτηκα, φυγαδεμένος, διευκολύνω κάποιον να διαφύγει, τον βοηθώ να δραπετέψει, τον φευγατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)